- σπαρακτικός
- -ή, -ό / σπαρακτικός, -ή, -όν, ΝΑ, και σπαραχτικός, -ή, -ό, Ν [σπαράκτης]νεοελλ.αυτός που προκαλεί βαθιά λύπη, που προξενεί σπαραγμό («σπαρακτικές κραυγές»)αρχ.ο επιτήδειος στο να κατασπαράζει.επίρρ...σπαραχτικά / σπαρακτικῶς ΝΑμε σπαραγμό.
Dictionary of Greek. 2013.